Διαχείριση της ήττας στον αθλητισμό
Σε όλα τα παιχνίδια, και στον αθλητισμό, υπάρχουν πάντα νικητές και ηττημένοι. Πώς μπορεί όμως ένας νεαρός αθλητής να διαχειριστεί μία ήττα; Πώς μπορεί ένα γονέας να κάνει εποικοδομητική κριτική και συζήτηση; Γιατί είναι σημαντικό γονείς και προπονητές να γνωρίζουν τι αντίληψη έχει ο αθλητής για τον εαυτό του; Η Αθλητική Ψυχολόγος Κρίστη Μιλιόρδου μας αναλύει πως μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά στη σωστή διαχείριση της ήττας και των συναισθημάτων τους.
Διαχείριση της ήττας στον αθλητισμό – Συμβουλές για εφήβους αθλητές και γονείς
Έχει επισημανθεί πολλές φορές ότι ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο ένας/μια νεαρός/ή αθλητής/ρια συμμετέχει σε αγώνες είναι η ίδια η συμμετοχή και η ευχαρίστηση. Οι νεαροί αθλητές όμως μεγαλώνοντας, εξελίσσονται και θέτουν τους δικούς τους στόχους. Όσο και αν δίνουμε προτεραιότητα στην ίδια τη συμμετοχή και την ευχαρίστηση. είναι σχεδόν αδύνατον να θεωρήσουμε ότι τους απασχολεί το αποτέλεσμα ενός αγώνα. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι κάθε νεαρός/ή αθλητής/ρια έχει μια διαφορετική αντίδραση απέναντι σε μία ήττα. Κάποιοι επηρεάζονται ελάχιστα, ενώ άλλοι επηρεάζονται τόσο ώστε να το σκέφτονται την ίδια μέρα, την επόμενη και ίσως και για μια ολόκληρη εβδομάδα. Ενώ κάποιοι θα το αφήσουν πίσω και θα συνεχίσουν κανονικά τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους, κάποιοι άλλοι θα αρχίσουν να αναρωτιούνται για τις ικανότητες τους σε βαθμό που θα επηρεάσει την αυτοπεποίθησή και την αυτο-αποτελεσματικότητά τους.
Ο ρόλος του γονέα στην διαχείριση της ήττας
Σε αυτό το σημείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διευκρινίσουμε ποιος είναι ο ρόλος του γονέα στην αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης και ποια είναι η σωστή προσέγγιση σε ένα παιδί το οποίο αισθάνεται στεναχωρημένο εξαιτίας μιας ήττας. Ο τρόπος που θα εκφράσει αυτή τη στενοχώρια μπορεί να είναι είτε λεκτικά, είτε με το να κλάψει, είτε με το να μην έχει διάθεση να μιλήσει σε κάποιον. Σε κάποιες περιπτώσεις ίσως δούμε και κάποια στοιχεία επιθετικότητας, αν αισθανθεί ότι έχει αδικηθεί είτε από τον προπονητή του, είτε από κάποιο διαιτητή, είτε ακόμα και από τους συμπαίκτες του.
Ποιες αντιδράσεις δεν ωφελούν;
Σε οποιαδήποτε περίπτωση η κατάλληλη προσέγγιση είναι το άνοιγμα και το να δώσουμε στον/η νεαρό/ή αθλητή/ρια το χώρο να εκφράσει τα συναισθήματά του, παρά να λάβει μια συμβουλή αντίστοιχη του «πρέπει να είσαι σκληρός/ή», η οποία αυτόματα αποτρέπει την ελεύθερη και ειλικρινή έκφραση συναισθημάτων. Παρόμοιες συμβουλές, όπως «Οι αθλητές δεν κλαίνε» ή «Εγώ στη θέση σου τα είχα καταφέρει καλύτερα» μπερδεύουν ακόμα περισσότερο τον/η νεαρό/ή αθλητή/ρια και δεν μπορούν να επιδράσουν θετικά στην αυτοπεποίθησή του/της. Παράλληλα, είναι σημαντικό να αντιλαμβανόμαστε ότι ούτε και η αντίθετη ακριβώς προσέγγιση είναι καλύτερη, στην οποία λέμε στο παιδί ότι τα πήγε εξαιρετικά, ακόμα κι αν ξέρει και το ίδιο ότι δεν τα έχει πάει καλά. Και αυτό συμβαίνει γιατί με αυτό τον τρόπο δεν μπορούμε να του δώσουμε μία κατεύθυνση. Οπότε αντιλαμβανόμαστε ότι ούτε το ένα άκρο στο οποίο απαιτούμε να δείξει σκληρότητα, αλλά ούτε και το άλλο άκρο στο οποίο επιβραβεύουμε την οποιαδήποτε προσπάθεια είναι ικανά να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση. Η καλύτερη προσέγγιση βρίσκεται κάπου στη μέση, δηλαδή στο να δώσουμε μια πλήρη ανατροφοδότηση στον/ην αθλητή/ρια μας, η οποία θα περιλαμβάνει και τα κομμάτια στα οποία αισθανθήκαμε ότι προσπάθησε αρκετά άλλα και τα κομμάτια στα οποία θεωρούμε ότι θα μπορούσε να έχει μια βελτίωση.
Συμβουλές για γονείς
Είναι σημαντικό, καθώς οι γονείς λειτουργούν ως πρότυπο, στο τέλος κάθε παιχνιδιού να ευχαριστούν τους διαιτητές, τους προπονητές της ομάδας του παιδιού τους, αλλά και της αντίπαλης, για την προσπάθεια που έκαναν και για τη συμβολή τους στην ολοκλήρωση αυτού του αγώνα. Αυτό είναι μια πολύ σημαντική κίνηση, έτσι ώστε να μπορέσει να μάθει το παιδί να διαχειρίζεται τους εξωγενείς παράγοντες και να αρχίζει να εστιάζει περισσότερο στη δική του απόδοση, παρά στο ρόλο που μπορεί να έχει ένας μη ελεγχόμενος τρίτος παράγοντας, όπως είναι ένας διαιτητής ή οι φίλαθλοι της δικής του, ή της αντίπαλης ομάδας.
Μην δίνετε σημασία στο αν ή ομάδα, και συνεπώς, το παιδί κέρδισε ή έχασε. Αυτό που μας ενδιαφέρει δεν είναι η νίκη ή η ήττα, αλλά ειδικά σε αυτές τις ηλικίες δίνουμε μεγάλη σημασία στην ίδια την απόδοση, δηλαδή κατά πόσο είχε ένα στόχο πριν το παιχνίδι σχετικό με την απόδοσή του και αν κατάφερε να τον πετύχει ή όχι.
Τι είναι σημαντικό να παρατηρήσετε
Προσπαθήστε να ανακαλύψετε σημάδια τα οποία να δείχνουν πώς νιώθει το παιδί. Όπως περιγράψαμε παραπάνω, μας ενδιαφέρει αν υπάρχουν ενδείξεις επιθετικότητας, αν κλάψει, αν η γλώσσα του σώματος υποδηλώνει θυμό ή θλίψη. Προσπαθήστε να τα επισημάνετε με έναν τρόπο ο οποίος να του δίνει το περιθώριο να ανοιχτεί. Είναι πολύ σημαντικός ο τρόπος προσέγγισης και σαφώς μια φράση, όπως «Γιατί είσαι έτσι;», αλλά με έναν τόνο ο οποίος ακούγεται επικριτικός, δεν μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα. Εδώ επισημαίνουμε το πόσο σημαντικός είναι ο τρόπος προσέγγισης από τον ίδιο τον γονέα απέναντι στο παιδί.
Ακούμε προσεκτικά χωρίς να παρεμβαίνουμε. Ο ίδιος ο γονιός μπορεί να έχει μια δική του αντίληψη και κάποιες δικές του σκέψεις σχετικά με το παιχνίδι και με τις διάφορες συμπεριφορές, αλλά είναι πάρα πολύ σημαντικό να αφήσουμε τον ίδιο τον/ην αθλητή/ρια να μιλήσει για αυτές, έτσι ώστε να μπορέσουμε να καταλάβουμε τι πραγματικά νιώθει και τι πραγματικά σκέφτεται. Σε αυτό το σημείο, πέρα από το να μην παρεμβαίνουμε όταν μιλάει, μας ενδιαφέρει να κάνουμε και ανοιχτού τύπου ερωτήσεις. Για παράδειγμα μπορούμε να ρωτήσουμε «Τι ήταν το καλύτερο που συνέβη στο παιχνίδι;», «Τι ήταν το χειρότερο;», «Είσαι ικανοποιημένος/η με την προσπάθειά σου;». Προσπαθούμε να αποφύγουμε τις ερωτήσεις οι οποίες απαντώνται με ένα ναι ή ένα όχι, έτσι ώστε να τον/την ενθαρρύνουμε να μιλήσει περισσότερο για αυτά που αισθάνεται.
Ο ρόλος της σωστής ανατροφοδότησης
Στο πλαίσιο της ανατροφοδότησης μας ενδιαφέρει να εστιάσουμε σε οτιδήποτε θετικό πέτυχε κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Δίνουμε μεγάλη έμφαση στην ίδια την προσπάθεια και στο αν υπήρχε κάποια βελτίωση σε σχέση με προηγούμενα παιχνίδια. Παράλληλα, μας ενδιαφέρει πάρα πολύ να εστιάσουμε (εδώ είναι σημαντική η παρέμβαση του προπονητή, καθώς ο γονέας δεν μπορεί να αντικαταστήσει αυτό το ρόλο), στα σημεία στα οποία το ίδιο το παιδί θεωρεί ότι δεν έδωσε το 100% της απόδοσής του. Παράλληλα, συζητάμε αν αυτό που κατάφερε ήταν αντίστοιχο της αναμενόμενης απόδοσής του και να τον/ην παροτρύνουμε να τα μιλήσει ανοιχτά με τον προπονητή του/ης. Είναι πολύ σημαντικό για το γονέα να μην παρεμβαίνει ευθέως σε αυτή τη διαδικασία, καθώς ένα παιδί μαθαίνει να αναπτύσσει αυτοπεποίθηση με το να αντιμετωπίζει μόνο του τις δυσκολίες. Παράλληλα, τον/την ενθαρρύνουμε να μιλήσει με τους συμπαίκτες του και να δει κατά πόσο και εκείνοι αισθάνονται το ίδιο, όπως αυτός/ή ή διαφορετικά. Έτσι διαπιστώνουν μαζί τι δεν δούλεψε στο ομαδικό κομμάτι, το οποίο μετά αποτελεί και μια πολύ καλή βάση συζήτησης ανάμεσα στους αθλητές και τους προπονητές.
Μια εμπειρία μάθησης
Ένα τελευταίο κομμάτι παρέμβασης αφορά το κατά πόσον αυτό το παιχνίδι αποτέλεσε μια εμπειρία μάθησης και αν είχε κάτι να του προσφέρει, το οποίο θα μπορούσε να το εφαρμόσει και στο μέλλον, είτε αυτό αφορά τον αθλητισμό, είτε αυτό αφορά την υπόλοιπη ζωή του. Είναι και αυτή μια πάρα πολύ καλή ερώτηση, η οποία μπορεί να γίνεται στο τέλος της συζήτησης και κλείνοντας αυτήν.
Κρίστη Μηλιόρδου
Ψυχολόγος, MSc, MBA